μεθυχάρμων

μεθυχάρμων
μεθυ-χάρμων, ον, gen. ονος,
A rejoicing in wine, Man.4.300.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεθυχάρμων — μεθυχάρμων, ον (Α) αυτός που χαίρεται με το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + χάρμων (< χάρμα < χαίρω)] …   Dictionary of Greek

  • μεθυχάρμονας — μεθυχάρμων rejoicing in wine masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθυ — το (Α μέθυ, υος) νεοελλ. 1. κάθε μεθυστικό ποτό 2. συνεκδ. κέφι, χιούμορ αρχ. 1. το κρασί 2. η μπίρα («οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέθυ αντιστοιχεί στο προσηγορικό όνομα της IE *medhu «μέλι, υδρόμελι» και συνδέεται με αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”